- ἐσκεμμένως
- ἐσκεμμένως, Adv. [tense] pf. part. [voice] Pass.,A deliberately, D.24.157, Lib.Ep. 61.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐσκεμμένως — deliberately indeclform (adverb) σκέπτομαι look perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εσκεμμένως — και εσκεμμένα (AM ἐσκεμμένως) επίρρ. 1. με ενσυνείδητη πρόθεση, εκ προμελέτης: 2. με περίσκεψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < εσκεμμένος, μτχ. παρακμ. τού σκέπτομαι*] … Dictionary of Greek
εσκοπημένως — ἐσκοπημένως (Μ) επίρρ. εσκεμμένως … Dictionary of Greek
πολιτεύω — ΝΜΑ [πολίτης] μέσ. πολιτεύομαι α) μετέχω ενεργά στην πολιτική ζωή ενός τόπου βάζοντας υποψηφιότητα για αιρετή αρχή, ιδίως, σήμερα, για το βουλευτικό αξίωμα («οὐδε γὰρ ὁ νόμος τοὺς ἰδιωτεύοντας, ἀλλὰ τοὺς πολιτευομένους ἐξετάζει», Αισχίν.) β)… … Dictionary of Greek